- ζωοτέχνης
- ο зоотехник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωοτέχνης — ο επιστήμονας ειδικός στον κλάδο τής ζωοτεχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechnician < zoo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ])* + technician (πρβλ. τέχνης < τέχνη)] … Dictionary of Greek
ζωοτέχνης — ο αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και αναπαραγωγή ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek